κατασκευαζομένου

κατασκευαζομένου
κατασκευάζω
equip
pres part mp masc/neut gen sg
κατασκευάζω
equip
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σατέν — το, Ν άκλ. βασική μέθοδος ύφανσης, αλλά και είδος λεπτού, μεταξωτού στην αρχή, αλλά σήμερα και με άλλες ίνες κατασκευαζόμενου υφάσματος με λεία επιφάνεια, που είναι στιλπνή από την καλή όψη και θαμπή από την ανάποδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. satin… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”